παρῳδός — burlesque masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρῳδόν — παρῳδός burlesque masc/fem acc sg παρῳδός burlesque neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παρωδία — Λογοτεχνική σύνθεση ή θέαμα (πρόζας, επιθεώρησης, χορού, μουσικής, κινηματογράφου) που παρωδεί το περιεχόμενο ή το ύφος και τη γλώσσα ενός άλλου κειμένου ή θεάματος. Το έργο που παρωδείται πρέπει να πληρεί δύο προϋποθέσεις, να είναι σοβαρό και να … Dictionary of Greek
παρωδώ — παρῳδῶ, έω, ΝΜΑ [παρωδός] απομιμούμαι το ύφος, την τεχνοτροπία ή τις ιδέες κάποιου με σκοπό την πρόκληση γέλιου, υπερτονίζοντας τις αδυναμίες ή τις ιδιαιτερότητές του 2. διακωμωδώ, χλευάζω χρησιμοποιώντας το μέσο τής απομίμησης μσν. προσθέτω… … Dictionary of Greek
σπουδαιοπάρωδος — ον, Α αυτός που συνθέτει παρωδίες σοβαρών λόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδαίος + παρῳδός «ποιητής παρωδιών»] … Dictionary of Greek
παρωιδοῖς — παρῳδέω write by way of parody pres opt act 2nd sg (attic epic doric) παρῳδός burlesque masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρῳδοῖς — παρῳδέω write by way of parody pres opt act 2nd sg (attic epic doric) παρῳδός burlesque masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρῳδοῦ — παρῳδέω write by way of parody pres imperat mp 2nd sg (attic) παρῳδέω write by way of parody imperf ind mp 2nd sg (attic) παρῳδός burlesque masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρῳδῶν — παρῳδέω write by way of parody pres part act masc nom sg (attic epic doric) παρῳδή fem gen pl παρῳδός burlesque masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)